Νεσατέλ

Νεσατέλ
(γαλλ. και ιταλ. Neuchatel, γερμ. Neuenburg). Πόλη (32.000 κάτ. το 2003) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονίου (803.060 τ. χλμ., 168.100 κάτ. το 2003)· βρίσκεται σε πανοραμική θέση στη λίμνη (στην οποία έδωσε την ονομασία της) και σε μερικά λοφώδη ανάγλυφα του ελβετικού Ιούρα. Ιδρύθηκε τον 11o αι. γύρω από ένα φρούριο (Novum Castellum) των δουκών της Βουργουνδίας και διοικήθηκε από διάφορες οικογένειες κομήτων στο περιβάλλον της γερμανικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της· πέρασε, μεταξύ άλλων, κάτω από την κυριαρχία του γαλλικού οίκου της Ορλεάνης - Λονγκβίλ κι ύστερα, το 1707, του πρωσικού οίκου των Χοεντσόλερν· από το 1806 έως το 1814 έγινε από τον Ναπολέοντα αυτόνομη ηγεμονία και το 1848 αποτέλεσε μέλος, με πλήρη δικαιώματα, της ελβετικής Ομοσπονδίας, στην οποία περιλαμβανόταν τυπικά από το 1815. Από τα κυριότερα μνημεία της Ν. είναι ο πύργος (12ος -16ος αι.), ο γοτθικορομανικός κολεγιακός ναός (που χτίστηκε τον 12o και 13o αι. και αναστηλώθηκε το 1870) και η Αγορά (Halles) ρυθμού Αναγέννησης. Η N., που είναι αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο με περίφημο πανεπιστήμιο και μερικά μουσεία, βασίζει την οικονομία της στο εμπόριο, στον τουρισμό και σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες (είδη διατροφής, μεταλλομηχανουργία, χαρτοποιία, όργανα ακριβείας). Η ομόσπονδη πολιτεία, ίση σε έκταση με το ομώνυμο καντόνι, έχει επιφάνεια 797 τ. χλμ. και πληθυσμό 172.000 κατ., που μιλούν τη γαλλική γλώσσα και ανήκουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, στην προτεσταντική Εκκλησία· συνορεύει με τη Γαλλία στα Δ, με το καντόνιο της Βέρνης στα Β και με τη Βο στα Ν, με την ομώνυμη λίμνη στα Α. Το έδαφος διασχίζεται από τα ανάγλυφα του Ιούρα, που ακολουθούν σε νοτιοδυτική - βορειοανατολική διεύθυνση, παράλληλα με τα γαλλικά σύνορα και τη λίμνη Νεσατέλ. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής είναι η γεωργία (δημητριακά, πατάτες, κηπευτικά, φρούτα, κτηνοτροφές), η κτηνοτροφία, η εκμετάλλευση των δασών και η βιομηχανία (είδη διατροφής, όργανα ακριβείας). Εκτός από την πρωτεύουσα, κυριότερες πόλεις είναι η Λα Σο-ντε-Φον (35.679 κάτ.) και η Λε Λοκλ (17.000 κάτ.), που βρίσκονται και οι δύο στον Ιούρα κοντά στα γαλλικά σύνορα και είναι περίφημες για την παραγωγή ρολογιών και οργάνων ακριβείας. λίμνη του Ν. Η πιο μεγάλη λιμναία λεκάνη σε ολόκληρο το ελβετικό έδαφος (216 τ. χλμ.), σε υψόμετρο 429 μ. στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Ιούρα με μέγιστο βάθος 153 μ. Οι κυριότεροι ποταμοί που χύνονται σε αυτή είναι ο Αρέζ, Μπουρά και Τιελ. Η περιοχή γύρω στη λίμνη ήταν ζώνη κατοικημένη από αρχαιότατους πληθυσμούς, όπως αποκάλυψαν, ανάμεσα στα άλλα, τα ενδιαφέροντα προϊστορικά ευρήματα της Λα Τεν. Αεροφωτογραφία της πόλης Νεσατέλ, στην Ελβετία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Αργκάν, Εμίλ — (Emile Argand, Γενεύη 1879 – Νεσατέλ 1940). Ελβετός γεωλόγος. Yπήρξε καθηγητής της γεωλογίας και παλαιοντολογίας και κατόπιν της ορυκτολογίας στο πανεπιστήμιο του Νεσατέλ. Αφιερώθηκε στη μελέτη των Άλπεων και επεξεργάστηκε την τεκτονική σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • Βο ή Βάαντ — (γαλλ. Vaud, γερμ. Waadt). Ομόσπονδο καντόνι (3.211 τ. χλμ., 625.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Ελβετίας, με πρωτεύουσα τη Λοζάνη (117.000 κάτ. το 2002), στη λίμνη της Γενεύης (ή, αλλιώς, λίμνη Λεμάν). Συνορεύει ΒΔ με τη Γαλλία και Ν με τα… …   Dictionary of Greek

  • Πιαζέ, Ζαν — (Piaget, 1896 – 1980). Ελβετός ψυχολόγος, βιολόγος και παιδαγωγός. Μαθητής του Κλαπαρέντ και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Επιστημών της Γενεύης. Η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην προσπάθεια για τη διευρεύνηση των προβλημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • λατένιος — α, ο φρ. 1. ανθρωπολ. «λατένια περίοδος» η δεύτερη περίοδος τών χρόνων τού σιδήρου, μεταξύ 500 π. Χ. και τού τέλους τής παλαιάς χρονολογίας 2. (ιστ. τέχ.) «λατένιος ρυθμός» ο ρυθμός τής τέχνης τών ευρημάτων που προέρχονται από τη λατένια περίοδο …   Dictionary of Greek

  • χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …   Dictionary of Greek

  • Άαρ — I (Aar ή Aare). Ποταμός (280 χλμ.) της Ελβετίας. Ρέει εξ ολοκλήρου στο εθνικό της έδαφος. Πηγάζει από τον ομώνυμο παγετώνα του ορεινού συγκροτήματος του Αγίου Γοτθάρδου. Διασχίζει το κεντρικό ελβετικό οροπέδιο, στον άνω ρου του σχηματίζει τις… …   Dictionary of Greek

  • Αγκασίζ, Αλεξάντερ — (Αlexander Agassiz, Νεσατέλ 1835 – Ατλαντικός 1910). Ελβετοαμερικανός φυσιοδίφης. Ασχολήθηκε με ωκεανογραφικές έρευνες, ιδιαίτερα για τη θαλάσσια πανίδα, και δημοσίευσε αξιόλογα έργα, όπου εξέθεσε τα πορίσματα των ερευνών του. Απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ — (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957). Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος που έζησε στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες εθνολογικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων κυρίως Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”